- Μελίῃσιν
- Μελίηmanna ashfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίῃσιν — μελία manna ash fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελίηισιν — Μελίῃσιν , Μελίη manna ash fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίηισιν — μελίῃσιν , μελία manna ash fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεκτός — ὀρεκτός, ή, όν (ΑΜ) [ορέγω] επιθυμητός αρχ. 1. αυτός που εκτείνεται, που απλώνεται («ὀρεκτῇσιν μελίῃσιν» με ακόντια με τα οποία μπορεί κανείς να φθάσει τον εχθρό από κοντά, δηλ. προτείνοντάς τα από κοντά, όχι ρίχνοντάς τα από μακριά, Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek